- ἐπιτεύχω
- ἐπιτεύχω,A make or build for,
Ἰλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι Pi.O.8.32
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἰλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι Pi.O.8.32
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιτεύχω — ἐπιτεύχω (Α) (ποιητ. τ.) κατασκευάζω επί πλέον («Ίλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῡξαι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τεύχω «κατασκευάζω»] … Dictionary of Greek